Definify.com
Definition 2024
αιματοβαμμένος
αιματοβαμμένος
Greek
Alternative forms
- ματοβαμμένος (matovamménos) (colloquial)
Adjective
αιματοβαμμένος • (aimatovamménos) m (feminine αιματοβαμμένη, neuter αιματοβαμμένο)
- bloodstained, bloody (covered with blood)
- (figuratively) bloody (resulting from great bloodshed and destruction)
Declension
positive forms of αιματοβαμμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιματοβαμμένος | αιματοβαμμένη | αιματοβαμμένο | αιματοβαμμένοι | αιματοβαμμένες | αιματοβαμμένα |
genitive | αιματοβαμμένου | αιματοβαμμένης | αιματοβαμμένου | αιματοβαμμένων | αιματοβαμμένων | αιματοβαμμένων |
accusative | αιματοβαμμένο | αιματοβαμμένη | αιματοβαμμένο | αιματοβαμμένους | αιματοβαμμένες | αιματοβαμμένα |
vocative | αιματοβαμμένε | αιματοβαμμένη | αιματοβαμμένο | αιματοβαμμένοι | αιματοβαμμένες | αιματοβαμμένα |
Related terms
- αίμα n (aíma, “blood”)