Definify.com
Definition 2024
αιλουροειδής
αιλουροειδής
Greek
Adjective
αιλουροειδής • (ailouroeidís) m (feminine αιλουροειδής, neuter αιλουροειδές)
- feline (describing members of the suborder Feliformia or Feloidea)
Declension
positive forms of αιλουροειδής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιλουροειδής | αιλουροειδής | αιλουροειδές | αιλουροειδείς | αιλουροειδείς | αιλουροειδή |
genitive | αιλουροειδούς | αιλουροειδούς | αιλουροειδούς | αιλουροειδών | αιλουροειδών | αιλουροειδών |
accusative | αιλουροειδή | αιλουροειδή | αιλουροειδές | αιλουροειδείς | αιλουροειδείς | αιλουροειδή |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιλουροειδής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιλουροειδής, etc.) |
Related terms
- αιλουροειδή n pl (ailouroeidí, “cats”) (the family of cats)