Definify.com
Definition 2024
αζύγιαστος
αζύγιαστος
Greek
Adjective
αζύγιαστος • (azýgiastos) m (feminine αζύγιαστη, neuter αζύγιαστο)
- Alternative form of αζύγιστος (azýgistos)
Declension
positive forms of αζύγιαστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αζύγιαστος | αζύγιαστη | αζύγιαστο | αζύγιαστοι | αζύγιαστες | αζύγιαστα |
genitive | αζύγιαστου | αζύγιαστης | αζύγιαστου | αζύγιαστων | αζύγιαστων | αζύγιαστων |
accusative | αζύγιαστο | αζύγιαστη | αζύγιαστο | αζύγιαστους | αζύγιαστες | αζύγιαστα |
vocative | αζύγιαστε | αζύγιαστη | αζύγιαστο | αζύγιαστοι | αζύγιαστες | αζύγιαστα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αζύγιαστος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αζύγιαστος, etc.) |