Definify.com
Definition 2024
αδιαφορώ
αδιαφορώ
Greek
Verb
αδιαφορώ • (adiaforó) (simple past αδιαφόρησα, passive form —)
- be indifferent to, not care about
Conjugation
αδιαφορώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αδιαφορώ | αδιαφορούσα | θα αδιαφορώ | να αδιαφορώ | |
2s | αδιαφορείς | αδιαφορούσες | θα αδιαφορείς | να αδιαφορείς | — |
3s | αδιαφορεί | αδιαφορούσε | θα αδιαφορεί | να αδιαφορεί | |
1p | αδιαφορούμε | αδιαφορούσαμε | θα αδιαφορούμε | να αδιαφορούμε | |
2p | αδιαφορείτε | αδιαφορούσατε | θα αδιαφορείτε | να αδιαφορείτε | αδιαφορείτε |
3p | αδιαφορούν, αδιαφορούνε | αδιαφορούσαν, αδιαφορούσανε | θα αδιαφορούν, θα αδιαφορούνε | να αδιαφορούν, να αδιαφορούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αδιαφορήσω | αδιαφόρησα | θα αδιαφορήσω | να αδιαφορήσω | |
2s | αδιαφορήσεις | αδιαφόρησες | θα αδιαφορήσεις | να αδιαφορήσεις | αδιαφόρησε |
3s | αδιαφορήσει | αδιαφόρησε | θα αδιαφορήσει | να αδιαφορήσει | |
1p | αδιαφορήσουμε, αδιαφορήσομε | αδιαφορήσαμε | θα αδιαφορήσουμε, θα αδιαφορήσομε | να αδιαφορήσουμε, να αδιαφορήσομε | |
2p | αδιαφορήσετε | αδιαφορήσατε | θα αδιαφορήσετε | να αδιαφορήσετε | αδιαφορήστε, αδιαφορήσετε |
3p | αδιαφορήσουν, αδιαφορήσουνε | αδιαφόρησαν, αδιαφορήσαν, αδιαφορήσανε | θα αδιαφορήσουν, θα αδιαφορήσουνε | να αδιαφορήσουν, να αδιαφορήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αδιαφορήσει | είχα αδιαφορήσει | θα έχω αδιαφορήσει | να έχω αδιαφορήσει | |
2s | έχεις αδιαφορήσει | είχες αδιαφορήσει | θα έχεις αδιαφορήσει | να έχεις αδιαφορήσει | |
3s | έχει αδιαφορήσει | είχε αδιαφορήσει | θα έχει αδιαφορήσει | να έχει αδιαφορήσει | |
1p | έχουμε αδιαφορήσει | είχαμε αδιαφορήσει | θα έχουμε αδιαφορήσει | να έχουμε αδιαφορήσει | |
2p | έχετε αδιαφορήσει | είχατε αδιαφορήσει | θα έχετε αδιαφορήσει | να έχετε αδιαφορήσει | |
3p | έχουν αδιαφορήσει | είχαν αδιαφορήσει | θα έχουν αδιαφορήσει | να έχουν αδιαφορήσει | |
Participle: | αδιαφορώντας | Non-finite ‡ | αδιαφορήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||