Definify.com
Definition 2024
αγιοβασιλιάτικος
αγιοβασιλιάτικος
Greek
Alternative forms
- αϊβασιλιάτικος (aïvasiliátikos)
Adjective
αγιοβασιλιάτικος • (agiovasiliátikos) m (feminine αγιοβασιλιάτικη, neuter αγιοβασιλιάτικο)
Declension
positive forms of αγιοβασιλιάτικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγιοβασιλιάτικος | αγιοβασιλιάτικη | αγιοβασιλιάτικο | αγιοβασιλιάτικοι | αγιοβασιλιάτικες | αγιοβασιλιάτικα |
genitive | αγιοβασιλιάτικου | αγιοβασιλιάτικης | αγιοβασιλιάτικου | αγιοβασιλιάτικων | αγιοβασιλιάτικων | αγιοβασιλιάτικων |
accusative | αγιοβασιλιάτικο | αγιοβασιλιάτικη | αγιοβασιλιάτικο | αγιοβασιλιάτικους | αγιοβασιλιάτικες | αγιοβασιλιάτικα |
vocative | αγιοβασιλιάτικε | αγιοβασιλιάτικη | αγιοβασιλιάτικο | αγιοβασιλιάτικοι | αγιοβασιλιάτικες | αγιοβασιλιάτικα |
External links
- Βασίλειος Καισαρείας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el