Definify.com
Definition 2024
αγαθούλης
αγαθούλης
Greek
Adjective
αγαθούλης • (agathoúlis) m (feminine αγαθούλα, neuter αγαθούλικο)
Declension
positive forms of αγαθούλης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαθούλης | αγαθούλα | αγαθούλικο | αγαθούληδες | αγαθούλες | αγαθούλικα |
genitive | αγαθούλη | αγαθούλας | αγαθούλικου | αγαθούληδων | — | αγαθούλικων |
accusative | αγαθούλη | αγαθούλα | αγαθούλικο | αγαθούληδες | αγαθούλες | αγαθούλικα |
vocative | αγαθούλη | αγαθούλα | αγαθούλικο | αγαθούληδες | αγαθούλες | αγαθούλικα |
Related terms
- see: αγαθός (agathós, “decent, simple”)