Definify.com
Definition 2024
αβανταδόρικος
αβανταδόρικος
Greek
Adjective
αβανταδόρικος • (avantadórikos) m (feminine αβανταδόρικη, neuter αβανταδόρικο)
- taking advantage (especially unfair advantage)
Declension
positive forms of αβανταδόρικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβανταδόρικος | αβανταδόρικη | αβανταδόρικο | αβανταδόρικοι | αβανταδόρικες | αβανταδόρικα |
genitive | αβανταδόρικου | αβανταδόρικης | αβανταδόρικου | αβανταδόρικων | αβανταδόρικων | αβανταδόρικων |
accusative | αβανταδόρικο | αβανταδόρικη | αβανταδόρικο | αβανταδόρικους | αβανταδόρικες | αβανταδόρικα |
vocative | αβανταδόρικε | αβανταδόρικη | αβανταδόρικο | αβανταδόρικοι | αβανταδόρικες | αβανταδόρικα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αβανταδόρικος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αβανταδόρικος, etc.) |
Related terms
- see: αβάντα (avánta, “unfair advantage”)