Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αέριος
αέριος
Greek
Adjective
αέριος
•
(
aérios
)
m
(
feminine
αέρια
,
neuter
αέριο
)
air
,
aerial
Declension
positive forms of
αέριος
number
case / gender
singular
plural
masculine
feminine
neuter
masculine
feminine
neuter
nominative
αέριος
αέρια
αέριο
αέριοι
αέριες
αέρια
genitive
αέριου
αέριας
αέριου
αέριων
αέριων
αέριων
accusative
αέριο
αέρια
αέριο
αέριους
αέριες
αέρια
vocative
αέριε
αέρια
αέριο
αέριοι
αέριες
αέρια
Related terms
αέριο
n
(
aério
,
“
air
”
)
and
see:
αερο-
(
aero-
)
Similar Results