Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ένατος
ένατος
See also:
ἔνατος
Greek
Numeral
ένατος
•
(
énatos
)
m
(
feminine
ένατη
,
neuter
ένατο
)
(
ordinal
)
ninth
,
9th
Declension
positive forms of
ένατος
number
case / gender
singular
plural
masculine
feminine
neuter
masculine
feminine
neuter
nominative
ένατος
ένατη
ένατο
ένατοι
ένατες
ένατα
genitive
ένατου
ένατης
ένατου
ένατων
ένατων
ένατων
accusative
ένατο
ένατη
ένατο
ένατους
ένατες
ένατα
vocative
ένατε
ένατη
ένατο
ένατοι
ένατες
ένατα
Related terms
εννέα
(
ennéa
,
“
nine
”
)
See also
Greek number and measurement
Similar Results