Definify.com
Definition 2024
άλυτος
άλυτος
Greek
Adjective
άλυτος • (álytos) m (feminine άλυτη, neuter άλυτο)
- chained, in chains
- unsolvable, insoluble
Declension
positive forms of άλυτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άλυτος | άλυτη | άλυτο | άλυτοι | άλυτες | άλυτα |
genitive | άλυτου | άλυτης | άλυτου | άλυτων | άλυτων | άλυτων |
accusative | άλυτο | άλυτη | άλυτο | άλυτους | άλυτες | άλυτα |
vocative | άλυτε | άλυτη | άλυτο | άλυτοι | άλυτες | άλυτα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άλυτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άλυτος, etc.) |