Definify.com
Definition 2024
άγαμος
άγαμος
See also: ἄγαμος
Greek
Adjective
άγαμος • (ágamos) m (feminine άγαμη, neuter άγαμο)
Declension
positive forms of άγαμος
Synonyms
- (unmarried): ανύπαντρος (anýpantros)
Antonyms
- έγγαμος (éngamos, “married”)
Related terms
- αγαμία f (agamía, “bachelorhood, celibacy”)
Noun
άγαμος • (ágamos) m (plural άγαμοι)