Definify.com
Definition 2024
Περίοικος
Περίοικος
See also: περίοικος
Greek
Noun
Περίοικος • (Períoikos) m (plural Περίοικοι)
Declension
declension of Περίοικος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Περίοικος | Περίοικοι |
genitive | Περιοίκου | Περιοίκων |
accusative | Περίοικο | Περιοίκους |
vocative | Περίοικε | Περίοικοι |
Related terms
- περίοικος m (períoikos, “neighbour”)
External links
- Περίοικος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
περίοικος
περίοικος
See also: Περίοικος
Greek
Noun
περίοικος • (períoikos) m (plural περίοικοι)
Declension
declension of περίοικος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίοικος | περίοικοι |
genitive | περιοίκου | περιοίκων |
accusative | περίοικο | περιοίκους |
vocative | περίοικε | περίοικοι |
Synonyms
- γείτονας m (geítonas)
- γειτόνισσα f (geitónissa)
Related terms
- Περίοικος m (Períoikos, “non-citizen inhabitant of ancient Laconia”)