Definify.com
Definition 2024
Κωνσταντινουπολίτης
Κωνσταντινουπολίτης
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /konstantinupolítis/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /kõstantinupolítis/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /kostãdinupolítis/
Noun
Κωνσταντῑνουπολῑ́της • (Kōnstantīnoupolī́tēs) m (genitive Κωνσταντινουπολίτου); first declension
- an inhabitant of Constantinople; a Constantinopolitan
Inflection
First declension of Κωνσταντῑνουπολῑ́της, Κωνσταντῑνουπολῑ́του
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ὁ Κωνσταντῑνουπολῑ́της | τὼ Κωνσταντῑνουπολῑ́τᾱ | οἱ Κωνσταντῑνουπολῖται |
Genitive | τοῦ Κωνσταντῑνουπολῑ́του | τοῖν Κωνσταντῑνουπολῑ́ταιν | τῶν Κωνσταντῑνουπολῑτῶν |
Dative | τῷ Κωνσταντῑνουπολῑ́τῃ | τοῖν Κωνσταντῑνουπολῑ́ταιν | τοῖς Κωνσταντῑνουπολῑ́ταις |
Accusative | τὸν Κωνσταντῑνουπολῑ́την | τὼ Κωνσταντῑνουπολῑ́τᾱ | τοὺς Κωνσταντῑνουπολῑ́τᾱς |
Vocative | Κωνσταντῑνουπολῖτᾰ | Κωνσταντῑνουπολῑ́τᾱ | Κωνσταντῑνουπολῖται |
Descendants
- English: Constantinopolitan
- Greek: Κωνσταντινουπολίτης (Konstantinoupolítis)
- plural: Κωνσταντινουπολίτες (Konstantinoupolítes)
References
- «Κωνσταντινουπολίτης» in Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [the Lexicon of Byzantine Hellenism, Particularly the 9th-12th Centuries], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
Greek
Noun
Κωνσταντινουπολίτης • (Konstantinoupolítis) m (plural Κωνσταντινουπολίτες, feminine Κωνσταντινουπολίτισσα)
- Constantinopolitan (a native of Constantinople)
Declension
declension of Κωνσταντινουπολίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Κωνσταντινουπολίτης | Κωνσταντινουπολίτες |
genitive | Κωνσταντινουπολίτη | Κωνσταντινουπολιτών |
accusative | Κωνσταντινουπολίτη | Κωνσταντινουπολίτες |
vocative | Κωνσταντινουπολίτη | Κωνσταντινουπολίτες |
Related terms
- see: Κωνσταντινούπολη f (Konstantinoúpoli, “Constantinople”)