Definify.com
Definition 2024
Ισημερινός
Ισημερινός
See also: ισημερινός
Greek
Noun
Ισημερινός • (Isimerinós) f
Declension
Declension of Ισημερινός (Isimerinós)
singular | |
---|---|
nominative | Ισημερινός |
genitive | Ισημερινού |
accusative | Ισημερινό |
vocative | Ισημερινός |
Synonyms
- Δημοκρατία του Ισημερινού f (Dimokratía tou Isimerinoú, “Republic of Ecuador”)
- Εκουαδόρ n (Ekouadór)
External links
- Ισημερινός (χώρα) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ισημερινός
ισημερινός
See also: Ισημερινός
Greek
Noun
ισημερινός • (isimerinós) m (plural ισημερινοί)
Declension
declension of ισημερινός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ισημερινός | ισημερινοί |
genitive | ισημερινού | ισημερινών |
accusative | ισημερινό | ισημερινούς |
vocative | ισημερινέ | ισημερινοί |
Coordinate terms
- αρκτικός κύκλος m (arktikós kýklos, “Arctic Circle”)
- ανταρκτικός κύκλος m (antarktikós kýklos, “Antarctic Circle”)
External links
- ισημερινός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Adjective
ισημερινός • (isimerinós) m (feminine ισημερινή, neuter ισημερινό)
- (geography, cartography) equatorial
- (nationality) Ecuadorian
Declension
positive forms of ισημερινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισημερινός | ισημερινή | ισημερινό | ισημερινοί | ισημερινές | ισημερινά |
genitive | ισημερινού | ισημερινής | ισημερινού | ισημερινών | ισημερινών | ισημερινών |
accusative | ισημερινό | ισημερινή | ισημερινό | ισημερινούς | ισημερινές | ισημερινά |
vocative | ισημερινέ | ισημερινή | ισημερινό | ισημερινοί | ισημερινές | ισημερινά |
Related terms
- (nationality): see: Ισημερινός f (Isimerinós, “Ecuador”)
External links
- Ισημερινός (χώρα) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el