Definify.com
Definition 2024
Βρεττανή
Βρεττανή
Greek
Noun
Βρεττανή • (Vrettaní) f (plural Βρεττανές, masculine Βρετανός)
- Alternative form of Βρετανή (Vretaní)
Declension
declension of Βρεττανή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Βρεττανή | Βρεττανές |
genitive | Βρεττανής | Βρεττανών |
accusative | Βρεττανή | Βρεττανές |
vocative | Βρεττανή | Βρεττανές |