Definify.com
Definition 2024
Βουλγαρικά
Βουλγαρικά
See also: βουλγαρικά
Greek
Noun
Βουλγαρικά • (Voulgariká) n pl
- Alternative letter-case form of βουλγαρικά (voulgariká)
Declension
Βουλγαρικά
plural | |
---|---|
nominative | Βουλγαρικά |
genitive | Βουλγαρικών |
accusative | Βουλγαρικά |
vocative | Βουλγαρικά |
βουλγαρικά
βουλγαρικά
See also: Βουλγαρικά
Greek
Alternative forms
- Βουλγαρικά n pl (Voulgariká)
Noun
βουλγαρικά • (voulgariká) n pl
Declension
βουλγαρικά
plural | |
---|---|
nominative | βουλγαρικά |
genitive | βουλγαρικών |
accusative | βουλγαρικά |
vocative | βουλγαρικά |
Related terms
- see: Βουλγαρία f (Voulgaría, “Bulgaria”)