Definify.com
Definition 2024
ὀνομαστικός
ὀνομαστικός
See also: ονομαστικός
Ancient Greek
Adjective
ὀνομαστικός • (onomastikós) m (feminine ὀνομαστική, neuter ὀνομαστικόν); first/second declension
- good at naming
- Of or concerning naming
- (elliptically for ὀνομαστική πτῶσις (ptôsis)) the nominative case
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ὀνομαστικός | ὀνομαστική | ὀνομαστικόν | ὀνομαστικώ | ὀνομαστικᾱ́ | ὀνομαστικώ | ὀνομαστικοί | ὀνομαστικαί | ὀνομαστικᾰ́ | |||
Genitive | ὀνομαστικοῦ | ὀνομαστικῆς | ὀνομαστικοῦ | ὀνομαστικοῖν | ὀνομαστικαῖν | ὀνομαστικοῖν | ὀνομαστικῶν | ὀνομαστικῶν | ὀνομαστικῶν | |||
Dative | ὀνομαστικῷ | ὀνομαστικῇ | ὀνομαστικῷ | ὀνομαστικοῖν | ὀνομαστικαῖν | ὀνομαστικοῖν | ὀνομαστικοῖς | ὀνομαστικαῖς | ὀνομαστικοῖς | |||
Accusative | ὀνομαστικόν | ὀνομαστικήν | ὀνομαστικόν | ὀνομαστικώ | ὀνομαστικᾱ́ | ὀνομαστικώ | ὀνομαστικούς | ὀνομαστικᾱ́ς | ὀνομαστικᾰ́ | |||
Vocative | ὀνομαστικέ | ὀνομαστική | ὀνομαστικόν | ὀνομαστικώ | ὀνομαστικᾱ́ | ὀνομαστικώ | ὀνομαστικοί | ὀνομαστικαί | ὀνομαστικᾰ́ | |||
Related terms
- ἀντονομαστικός (antonomastikós)
Descendants
- English: onomastic, onomastics
- French: onomastique
References
- ὀνομαστικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ὀνομαστικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette