Definify.com

Definition 2024


ἡγέομαι

ἡγέομαι

Ancient Greek

Alternative forms

  • ἁγέομαι (hagéomai) Doric
  • ἡγηλάζω (hēgēlázō) Epic

Verb

ἡγέομαι (hēgéomai)

  1. I go before, precede; I lead the way, guide
  2. I lead (dative) in (genitive)
  3. (with accusative) I am leader (in a thing)
  4. I lead, command in war
    1. I rule, I have dominion
  5. (post-Homeric) I believe, hold
    1. I hold, regard (as something)

Inflection

Derived terms

  • ἀνηγέομαι (anēgéomai)
  • ἀφηγέομαι (aphēgéomai)
  • εἰσηγέομαι (eisēgéomai)
  • ἐνηγέομαι (enēgéomai)
  • ἐξηγέομαι (exēgéomai)
  • ἐφηγέομαι (ephēgéomai)
  • καθηγέομαι (kathēgéomai)
  • παρηγέομαι (parēgéomai)
  • περιηγέομαι (periēgéomai)
  • προηγέομαι (proēgéomai)
  • σκυλακαγέτις (skulakagétis)
  • συνηγέομαι (sunēgéomai)
  • ὑφηγέομαι (huphēgéomai)
  • χορηγός (khorēgós)

Related terms

  • ἡγεμών (hēgemṓn)
  • ἡγεσία (hēgesía)
  • ἡγέτης (hēgétēs)
  • ἥγημα (hḗgēma)
  • ἥγησις (hḗgēsis)
  • ἡγητέον (hēgētéon)
  • ἡγητήρ (hēgētḗr)
  • ἡγητής (hēgētḗs)
  • ἡγητικός (hēgētikós)
  • ἡγήτωρ (hēgḗtōr)

References