Definify.com
Definition 2024
ἀντιμετάταξις
ἀντιμετάταξις
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /antimetátaxsis/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /antimetátaksis/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /ãdimetátaksis/
Noun
ἀντιμετάταξις • (antimetátaxis) f (genitive ἀντιμετατάξεως); third declension
Inflection
Third declension of ἀντιμετάταξῐς, ἀντιμετατάξεως
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ἀντιμετάταξῐς | ἀντιμετατάξει | ἀντιμετατάξεις |
Genitive | ἀντιμετατάξεως | ἀντιμεταταξέοιν | ἀντιμετατάξεων |
Dative | ἀντιμετατάξει | ἀντιμεταταξέοιν | ἀντιμετατάξεσῐ(ν) |
Accusative | ἀντιμετάταξῐν | ἀντιμετατάξει | ἀντιμετατάξεις |
Vocative | ἀντιμετάταξῐ | ἀντιμετατάξει | ἀντιμετατάξεις |
Third declension of ἀντιμετάταξῐς, ἀντιμετατάξιος
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ἀντιμετάταξῐς | ἀντιμετατάξιε | ἀντιμετατάξιες |
Genitive | ἀντιμετατάξιος | ἀντιμεταταξίοιν | ἀντιμεταταξίων |
Dative | ἀντιμετατάξῑ, ἀντιμετατάξει | ἀντιμεταταξίοιν | ἀντιμετατάξῐσῐ(ν), ἀντιμεταταξίεσῐ(ν), ἀντιμετατάξεσῐ(ν) |
Accusative | ἀντιμετάταξῐν | ἀντιμετατάξιε | ἀντιμετατάξῑς, ἀντιμετατάξιᾰς |
Vocative | ἀντιμετάταξῐ | ἀντιμετατάξιε | ἀντιμετατάξιες |
References
- ἀντιμετάταξις in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ἀντιμετάταξις» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «ἀντιμετάταξις» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)