Definify.com
Definition 2024
όρος
όρος
Greek
Noun
όρος • (óros) m (plural όροι)
- term (word, phrase; limitation, restriction)
- definition, stipulation
- clause
- (law) article
Declension
declension of όρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | όρος | όροι |
genitive | όρου | όρων |
accusative | όρο | όρους |
vocative | όρε | όροι |
Related terms
|
Etymology 2
From Ancient Greek ὄρος (óros).
Noun
όρος • (óros) n (plural όρη)
- mount, mountain
- Το όρος Έβερεστ είναι το ψηλότερο βουνό της οροσειράς των Ιμαλαΐων.
- To óros Éverest eínai to psilótero vounó tis oroseirás ton Imalaḯon.
- Mount Everest is the highest mountain in the Himalayan massif.
- Το όρος Έβερεστ είναι το ψηλότερο βουνό της οροσειράς των Ιμαλαΐων.
Usage notes
- Όρος is more typically used in the name of a mountain than as a general term, when its synonym βουνό might be used.
Declension
declension of όρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | όρος | όρη |
genitive | όρους | ορέων |
accusative | όρος | όρη |
vocative | όρος | όρη |
Synonyms
- βουνό n (vounó, “mountain”)