Definify.com
Definition 2024
χυτήριο
χυτήριο
Greek
Noun
χυτήριο • (chytírio) n (plural χυτήρια)
Declension
declension of χυτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χυτήριο | χυτήρια |
genitive | χυτηρίου | χυτηρίων |
accusative | χυτήριο | χυτήρια |
vocative | χυτήριο | χυτήρια |
See also
- μεταλλουργείο n (metallourgeío, “metal works”)
- υψικάμινος f (ypsikáminos, “blast furnace”)
- χυτήριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el