Definify.com

Definition 2024


χρυσελεφαντίνῃ

χρυσελεφαντίνῃ

Ancient Greek

Adjective

χρυσελεφαντίνῃ (khruselephantínēi)

  1. feminine dative singular of χρυσελεφάντινος (khruselephántinos)