Definify.com
Definition 2024
χρησικτησία
χρησικτησία
Greek
Noun
χρησικτησία • (chrisiktisía) f (plural χρησικτησίες)
- (law) adverse possession
Declension
declension of χρησικτησία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χρησικτησία | χρησικτησίες |
genitive | χρησικτησίας | χρησικτησιών |
accusative | χρησικτησία | χρησικτησίες |
vocative | χρησικτησία | χρησικτησίες |