Definify.com
Definition 2024
χειροτέχνης
χειροτέχνης
Greek
Noun
χειροτέχνης • (cheirotéchnis) m (plural χειροτέχνες)
Declension
declension of χειροτέχνης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χειροτέχνης | χειροτέχνες |
genitive | χειροτέχνη | χειροτεχνών |
accusative | χειροτέχνη | χειροτέχνες |
vocative | χειροτέχνη | χειροτέχνες |
Synonyms
See also
- τεχνικός m, f (technikós, “technician”)