Definify.com
Definition 2024
χειρομάντισσα
χειρομάντισσα
Greek
Noun
χειρομάντισσα • (cheiromántissa) f (plural χειρομάντισσες, masculine χειρομάντης)
Declension
declension of χειρομάντισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χειρομάντισσα | χειρομάντισσες |
genitive | χειρομάντισσας | χειρομαντισσών |
accusative | χειρομάντισσα | χειρομάντισσες |
vocative | χειρομάντισσα | χειρομάντισσες |
Related terms
- χειρομαντεία f (cheiromanteía, “palmistry, chiromancy”)
External links
- Χειρομαντεία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el