Definify.com

Definition 2024


χειρ

χειρ

See also: χείρ and χειρ-

Greek

Noun

χειρ (cheir) f (plural χείρες)

  1. Katharevousa form of χέρι (chéri, hand, arm)

Usage notes

The word continues to be used in expressions such as ζητώ μια χείρα βοηθείας ("I ask for a helping hand") and in compound words.

Derived terms

  • χειραγώγηση (cheiragógisi)
  • χειραποσκευή (cheiraposkeví)
  • χειράμαξα (cheirámaxa)
  • χειραφέτηση (cheirafétisi)
  • χειραψία (cheirapsía)
  • χειρίζομαι (cheirízomai)
  • χειρισμός (cheirismós)
  • χειροβομβίδα (cheirovomvída)
  • χειρόγραφο (cheirógrafo)
  • χειροδικία (cheirodikía)
  • χειροποίητος (cheiropoíitos)
  • χειροπρακτική (cheiropraktikí)
  • χειροσφαίριση (cheirosfaírisi)
  • χειριτέχνημα (cheiritéchnima)
  • χειροτονία (cheirotonía)
  • χειρουργείο (cheirourgeío)
  • χειροφίλημα (cheirofílima)
  • χειρόφρενο (cheirófreno)
  • χειρώνακτας (cheirónaktas)