Definify.com
Definition 2024
χαρτομάντης
χαρτομάντης
Greek
Noun
χαρτομάντης • (chartomántis) m (plural χαρτομάντες, feminine χαρτομάντισσα)
- (male) cartomancer (fortune teller who uses playing cards)
Declension
declension of χαρτομάντης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαρτομάντης | χαρτομάντες |
genitive | χαρτομάντη | χαρτομαντών |
accusative | χαρτομάντη | χαρτομάντες |
vocative | χαρτομάντη | χαρτομάντες |
Related terms
- χαρτομαντεία f (chartomanteía, “cartomancy”)
- χαρτορίχτρα f (chartoríchtra, “female cartomancer”)
- ταρό n (taró, “tarot”)