Definify.com
Definition 2024
φωτόνιο
φωτόνιο
Greek
Noun
φωτόνιο • (fotónio) n (plural φωτόνια)
Declension
declension of φωτόνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φωτόνιο | φωτόνια |
genitive | φωτονίου | φωτονίων |
accusative | φωτόνιο | φωτόνια |
vocative | φωτόνιο | φωτόνια |
External links
- φωτόνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el