Definify.com
Definition 2024
φωτογραφικοί
φωτογραφικοί
Greek
Adjective
φωτογραφικοί • (fotografikoí)
- Nominative masculine plural form of φωτογραφικός (fotografikós).
- Vocative masculine plural form of φωτογραφικός (fotografikós).
φωτογραφικοί • (fotografikoí)