Definify.com
Definition 2024
φούρναρης
φούρναρης
Greek
Noun
φούρναρης • (foúrnaris) m (plural φουρνάρηδες, feminine φουρνάρισσα)
Declension
declension of φούρναρης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φούρναρης | φουρνάρηδες |
genitive | φούρναρη | φουρνάρηδων |
accusative | φούρναρη | φουρνάρηδες |
vocative | φούρναρη | φουρνάρηδες |
Related terms
- see: φούρνος m (foúrnos, “oven, bakery”)
Synonyms
- αρτοπώλης m (artopólis)
- αρτοπώλισσα f (artopólissa)
- αρτοποιός m, f (artopoiós)
- ψωμάς m (psomás)