Definify.com
Definition 2024
φλεβοτομία
φλεβοτομία
Greek
Noun
φλεβοτομία • (flevotomía) f (plural φλεβοτομίες)
Declension
declension of φλεβοτομία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φλεβοτομία | φλεβοτομίες |
genitive | φλεβοτομίας | φλεβοτομιών |
accusative | φλεβοτομία | φλεβοτομίες |
vocative | φλεβοτομία | φλεβοτομίες |
Related terms
- φλεβοτόμος m (flevotómos, “phlebotomist”)