Definify.com

Definition 2024


φαρμακοποιοί

φαρμακοποιοί

Greek

Noun

φαρμακοποιοί (farmakopoioí) c

  1. Nominative plural form of φαρμακοποιός (farmakopoiós).
  2. Vocative plural form of φαρμακοποιός (farmakopoiós).