Definify.com

Definition 2024


φαράγγι

φαράγγι

Greek

Noun

φαράγγι (farángi) n (plural φαράγγια)

  1. gorge, canyon
    Φαράγγι της ΣαμαριάςFarángi tis Samariás ― Samaria Gorge

Declension

Synonyms