Definify.com
Definition 2024
υπόθεση
υπόθεση
Greek
Noun
υπόθεση • (ypóthesi) f (plural υποθέσεις)
- business, matter, affair
- (law) case
- (sciences, mathematics) hypothesis, conjecture
- Υπόθεση Αβογκάντρο ― Ypóthesi Avonkántro ― Avogadro's hypothesis
- (film) plot
- assumption
Declension
declension of υπόθεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπόθεση | υποθέσεις |
genitive | υπόθεσης / υποθέσεως | υποθέσεων |
accusative | υπόθεση | υποθέσεις |
vocative | υπόθεση | υποθέσεις |