Definify.com
Definition 2024
υπόγειο
υπόγειο
Greek
Noun
υπόγειο • (ypógeio) n (plural υπόγεια)
Declension
declension of υπόγειο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπόγειο | υπόγεια |
genitive | υπογείου | υπογείων |
accusative | υπόγειο | υπόγεια |
vocative | υπόγειο | υπόγεια |
Adjective
υπόγειο • (ypógeio)
- Accusative masculine singular form of υπόγειος (ypógeios).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of υπόγειος (ypógeios).