Definify.com
Definition 2024
υπολογίστρια
υπολογίστρια
Greek
Noun
υπολογίστρια • (ypologístria) f (plural υπολογίστριες, masculine υπολογιστής)
Declension
declension of υπολογίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπολογίστρια | υπολογίστριες |
genitive | υπολογίστριας | υπολογιστριών |
accusative | υπολογίστρια | υπολογίστριες |
vocative | υπολογίστρια | υπολογίστριες |