Definify.com
Definition 2024
υπεραγορά
υπεραγορά
Greek
Noun
υπεραγορά • (yperagorá) f (plural υπεραγορές)
Declension
declension of υπεραγορά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπεραγορά | υπεραγορές |
genitive | υπεραγοράς | υπεραγορών |
accusative | υπεραγορά | υπεραγορές |
vocative | υπεραγορά | υπεραγορές |
Related terms
- σουπερμάρκετ n (soupermárket, “supermarket”)