Definify.com
Definition 2024
υλικό
υλικό
Greek
Noun
υλικό • (ylikó) n (plural υλικά)
Declension
declension of υλικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υλικό | υλικά |
genitive | υλικού | υλικών |
accusative | υλικό | υλικά |
vocative | υλικό | υλικά |
Synonyms
- ύλη f (ýli)
Derived terms
- θερμομονωτικό υλικό n (thermomonotikó ylikó, “heat insulation material, lagging”)
Adjective
υλικό • (ylikó)
- Accusative masculine singular form of υλικός (ylikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of υλικός (ylikós).