Definify.com
Definition 2024
υβρίδιο
υβρίδιο
Greek
Noun
υβρίδιο • (yvrídio) n (plural υβρίδια)
- (biology, botany) hybrid, cross, crossbreed
Declension
declension of υβρίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υβρίδιο | υβρίδια |
genitive | υβριδίου | υβριδίων |
accusative | υβρίδιο | υβρίδια |
vocative | υβρίδιο | υβρίδια |
See also
- διασταύρωση f (diastávrosi, “the act and the product of crossbreeding”)