Definify.com
Definition 2024
τυφλοπόντικας
τυφλοπόντικας
Greek
Related terms
- see: τύφλα f (týfla, “blindness”)
Noun
τυφλοπόντικας • (tyflopóntikas) m (plural τυφλοπόντικες)
- mole (mammal)
Declension
declension of τυφλοπόντικας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τυφλοπόντικας | τυφλοπόντικες |
genitive | τυφλοπόντικα | — |
accusative | τυφλοπόντικα | τυφλοπόντικες |
vocative | τυφλοπόντικα | τυφλοπόντικες |
Synonyms
- (literary) ασπάλακας m (aspálakas)