Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
τοις_μετρητοίς
τοις μετρητοίς
Greek
Adverb
τοις
μετρητοίς
•
(
tois metritoís
)
in
cash
εξόφληση
τοις μετρητοίς
payment in cash
Similar Results