Definify.com
Definition 2024
τηλεοπτικό
τηλεοπτικό
Greek
Adjective
τηλεοπτικό • (tileoptikó)
- Accusative masculine singular form of τηλεοπτικός (tileoptikós).
- Nominative neuter singular form of τηλεοπτικός (tileoptikós).
- Accusative neuter singular form of τηλεοπτικός (tileoptikós).
- Vocative neuter singular form of τηλεοπτικός (tileoptikós).