Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
τεχνητός_αερισμός
τεχνητός αερισμός
Greek
Noun
τεχνητός
αερισμός
•
(
technitós aerismós
)
m
(
uncountable
)
air conditioning
Synonyms
κλιματισμός
m
(
klimatismós
)
Similar Results