Definify.com
Definition 2024
σύρραξη
σύρραξη
Greek
Noun
σύρραξη • (sýrraxi) f (plural συρράξεις)
Declension
declension of σύρραξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύρραξη | συρράξεις |
genitive | σύρραξης / συρράξεως | συρράξεων |
accusative | σύρραξη | συρράξεις |
vocative | σύρραξη | συρράξεις |
Synonyms
- (conflict): σύγκρουση f (sýnkrousi, “conflict, difference of opinion”)