Definify.com
Definition 2024
σύνολο
σύνολο
Greek
Noun
σύνολο • (sýnolo) n (plural σύνολα)
Declension
declension of σύνολο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σύνολο | σύνολα |
genitive | συνόλου | συνόλων |
accusative | σύνολο | σύνολα |
vocative | σύνολο | σύνολα |
Related terms
- θεωρία των συνόλων f (theoría ton synólon, “set theory”)