Definify.com
Definition 2024
σχόλη
σχόλη
See also: σχολή
Greek
Noun
σχόλη • (schóli) f (plural σχόλες)
Declension
declension of σχόλη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχόλη | σχόλες |
genitive | σχόλης | — |
accusative | σχόλη | σχόλες |
vocative | σχόλη | σχόλες |
Synonyms
- (festival): γιορτή n (giortí)
Related terms
- αργόσχολος (argóscholos, “workshy”)