Definify.com
Definition 2024
συντόμευση
συντόμευση
Greek
Noun
συντόμευση • (syntómefsi) f (plural συντομεύσεις)
Declension
declension of συντόμευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντόμευση | συντομεύσεις |
genitive | συντόμευσης / συντομεύσεως | συντομεύσεων |
accusative | συντόμευση | συντομεύσεις |
vocative | συντόμευση | συντομεύσεις |
Related terms
- see: συντομεύω (syntomévo, “to shorten”)