Definify.com
Definition 2024
συνείδηση
συνείδηση
Greek
Noun
συνείδηση • (syneídisi) f (plural συνειδήσεις)
Declension
declension of συνείδηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνείδηση | συνειδήσεις |
genitive | συνείδησης / συνειδήσεως | συνειδήσεων |
accusative | συνείδηση | συνειδήσεις |
vocative | συνείδηση | συνειδήσεις |