Definify.com
Definition 2024
συνδρομήτρια
συνδρομήτρια
Greek
Noun
συνδρομήτρια • (syndromítria) f (plural συνδρομήτριες, masculine συνδρομητής)
Declension
declension of συνδρομήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνδρομήτρια | συνδρομήτριες |
genitive | συνδρομήτριας | συνδρομητριών |
accusative | συνδρομήτρια | συνδρομήτριες |
vocative | συνδρομήτρια | συνδρομήτριες |
Related terms
- συνδρομή f (syndromí, “subscription”)