Definify.com
Definition 2024
συναπτικός
συναπτικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /synaptikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /synaptikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /sinaptikós/
Adjective
συναπτικός • (sunaptikós) m (feminine συναπτική, neuter συναπτικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of συναπτικός, συναπτική, συναπτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | συναπτικός | συναπτική | συναπτικόν | συναπτικώ | συναπτικᾱ́ | συναπτικώ | συναπτικοί | συναπτικαί | συναπτικᾰ́ | |||
Genitive | συναπτικοῦ | συναπτικῆς | συναπτικοῦ | συναπτικοῖν | συναπτικαῖν | συναπτικοῖν | συναπτικῶν | συναπτικῶν | συναπτικῶν | |||
Dative | συναπτικῷ | συναπτικῇ | συναπτικῷ | συναπτικοῖν | συναπτικαῖν | συναπτικοῖν | συναπτικοῖς | συναπτικαῖς | συναπτικοῖς | |||
Accusative | συναπτικόν | συναπτικήν | συναπτικόν | συναπτικώ | συναπτικᾱ́ | συναπτικώ | συναπτικούς | συναπτικᾱ́ς | συναπτικᾰ́ | |||
Vocative | συναπτικέ | συναπτική | συναπτικόν | συναπτικώ | συναπτικᾱ́ | συναπτικώ | συναπτικοί | συναπτικαί | συναπτικᾰ́ | |||
References
- συναπτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «συναπτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette